- αρόδο
- και -δου επίρρ.1. (για πλοίο) μακριά απ' την παραλία2. μακριά3. από μακριά4. όχι κατευθείαν, δηλαδή με ελιγμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek